logo
    Abstract:
    Casirivimab and imdevimab (REGEN-COV™) markedly reduces risk of hospitalization or death in high-risk individuals with Covid-19. Here we explore the possibility that subcutaneous REGEN-COV prevents SARS-CoV-2 infection and subsequent Covid-19 in individuals at high risk of contracting SARS-CoV-2 by close exposure in a household with a documented SARS-CoV-2-infected individual. Individuals ≥12 years were enrolled within 96 hours of a household contact being diagnosed with SARS-CoV-2 and randomized 1:1 to receive 1200 mg REGEN-COV or placebo via subcutaneous injection. The primary efficacy endpoint was the proportion of participants without evidence of infection (SARS-CoV-2 RT-qPCR-negative) or prior immunity (seronegative) who subsequently developed symptomatic SARS-CoV-2 infection during a 28-day efficacy assessment period. Subcutaneous REGEN-COV significantly prevented symptomatic SARS-CoV-2 infection compared with placebo (81.4% risk reduction; 11/753 [1.5%] vs. 59/752 [7.8%], respectively; P<0.0001), with 92.6% risk reduction after the first week (2/753 [0.3%] vs. 27/752 [3.6%], respectively). REGEN-COV also prevented overall infections, either symptomatic or asymptomatic (66.4% risk reduction). Among infected participants, the median time to resolution of symptoms was 2 weeks shorter with REGEN-COV vs. placebo (1.2 vs. 3.2 weeks, respectively), and the duration of time with high viral load (>104 copies/mL) was lower (0.4 vs. 1.3 weeks, respectively). REGEN-COV was generally well tolerated. Administration of subcutaneous REGEN-COV prevented symptomatic Covid-19 and asymptomatic SARS-CoV-2 infection in uninfected household contacts of infected individuals. Among individuals who became infected, REGEN-COV reduced the duration of symptomatic disease, decreased maximal viral load, and reduced the duration of detectable virus.(ClinicalTrials.gov number, NCT04452318.).
    Keywords:
    Clinical endpoint
    Subcutaneous injection
    Σκοπός:Ο βασικός στόχος αυτής της εργασίας είναι να μελετηθεί η ιστορική διαδρομή της έννοιας του placebo και η εξέλιξή της στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων.Λόγω της στενής σχέσης του φαινομένου placebo με την εγκαθίδρυση της πειραματικής μεθοδολογίας του διπλού τυφλού πειράματος απαιτείται να μελετηθούν, ως δευτερεύων στόχος, τα ζητήματα της μεθοδολογίας και της ιστορίας του κλινικού πειράματος.Επιπλέον τα ερωτήματα που σχετίζονται με τον ορισμό του placebo και του φαινομένου placebo, αλλά και των μηχανισμών μέσω των οποίων τα placebo δρουν, θέτουν στο προσκήνιο την ανάγκη να μελετηθούν οι φιλοσοφικές αρχές που διέπουν τη σύγχρονη ιατρική σκέψη.Υλικό και Μέθοδος:Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων μελετήθηκε εξαντλητικά η διαθέσιμη βιβλιογραφία στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα. Συγκεκριμένα αναζητήθηκαν: 1) Τα κλασικά συγγράμματα της φαρμακολογίας και της ιστορίας της ιατρικής, των τελευταίων 150 ετών. 2) Η σχετική με το placebo αρθρογραφία στον επιστημονικό τύπο, κυρίως τον σχετικό με τη φαρμακολογία, την ιστορία της ιατρικής και τη φιλοσοφία της ιατρικής, της ίδιας χρονικής περιόδου, με επικέντρωση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. 3) Εξειδικευμένες μονογραφίες πάνω στο φαινόμενο placebo, την ιστορία και την ερμηνεία του και δημοσιευμένες ανακοινώσεις σε σχετικά επιστημονικά συνέδρια. 4) Κείμενα φιλοσοφικής κριτικής γύρω από την έννοια του φαρμάκου, της θεραπείας και του κλινικού πειράματος ως αποδεικτικού εργαλείου. Έγινε εκτεταμένη χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το Διαδίκτυο για τον εντοπισμό συγγραμμάτων, άρθρων, σπάνιων κειμένων και ιστορικών πηγών.Αποτελέσιιατα και συιιπεράσιιατα:Α. Ετυμολογικά και λεξικογραφικά στοιχείαΗ λέξη Placebo έχει Βιβλική καταγωγή και σημαίνει «θα ευχαριστήσω» και χρησιμοποιείται από τα μεσαιωνικά χρόνια για να περιγράφει τον εσπερινό της νεκρώσιμης ακολουθίας. Στην αγγλική γλώσσα εισάγεται με αυτό το νόημα περίπου τον 13° αιώνα. Από το 1258 και εντεύθεν συναντάμε σε μια πληθώρα εκκλησιαστικών, λογοτεχνικών και 150 ετών. 2) Η σχετική με το placebo αρθρογραφία στον επιστημονικό τύπο, κυρίως τον σχετικό με τη φαρμακολογία, την ιστορία της ιατρικής και τη φιλοσοφία της ιατρικής, της ίδιας χρονικής περιόδου, με επικέντρωση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. 3) Εξειδικευμένες μονογραφίες πάνω στο φαινόμενο placebo, την ιστορία και την ερμηνεία του και δημοσιευμένες ανακοινώσεις σε σχετικά επιστημονικά συνέδρια. 4) Κείμενα φιλοσοφικής κριτικής γύρω από την έννοια του φαρμάκου, της θεραπείας και του κλινικού πειράματος ως αποδεικτικού εργαλείου. Έγινε εκτεταμένη χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει το Διαδίκτυο για τον εντοπισμό συγγραμμάτων, άρθρων, σπάνιων κειμένων και ιστορικών πηγών.Αποτελέσιιατα και συιιπεράσιιατα:Α. Ετυμολογικά και λεξικογραφικά στοιχείαΗ λέξη Placebo έχει Βιβλική καταγωγή και σημαίνει «θα ευχαριστήσω» και χρησιμοποιείται από τα μεσαιωνικά χρόνια για να περιγράφει τον εσπερινό της νεκρώσιμης ακολουθίας. Στην αγγλική γλώσσα εισάγεται με αυτό το νόημα περίπου τον 13° αιώνα. Από το 1258 και εντεύθεν συναντάμε σε μια πληθώρα εκκλησιαστικών, λογοτεχνικών και άλλων κειμένων τη λέξη placebo με την εκκλησιαστική της σημασία. Πολύ σπανιότερα βρίσκουμε τη λέξη placebo με την έννοια του κόλακα, ή, ακριβέστερα, αυτού που λέει ό,τι επιθυμεί να ακούσει ο συνομιλητής του. Η υποτιθέμενη από πολλούς συγγραφείς απαξιωτική χρήση του όρου placebo κατά το παρελθόν δε φαίνεται να τεκμηριώνεται επαρκώς από τις ιστορικές πηγές.Μετά το 1785 ο λεκτικός τύπος placebo κάνει την εμφάνισή του στα ιατρικά λεξικά παίρνοντας τη σημασία της κοινότοπης και στη συνέχεια της αδρανούς φαρμακευτικής ύλης που χορηγείται για να ευχαριστήσει απλώς τον ασθενή.Β. Οι «πανάκειες», η θεραπευτική δύναμη της φαντασίας και το φαινόμενο placeboΑπό τη μελέτη των βιβλιογραφικών πηγών που πραγματεύονται την ιστορία του φαινομένου placebo προκύπτει ως κοινή παραδοχή ότι οι διάσημες «πανάκειες» του παρελθόντος όπως η Θηριακή, οι bezoar stones, το κέρας του μονόκερου κ.λπ. αντλούσαν την, όποια, θεραπευτική τους ισχύ από το φαινόμενο placebo. Το ίδιο ερμηνευτικό μοντέλο χρησιμοποιείται κατά τη διαπραγμάτευση φαινομένων όπως ο Μεσμερισμός στην Ευρώπη και οι “Tractors” του Dr Elisha Perkins στην Αμερική.Αυτό το πρωθύστερο σχήμα ερμηνείας σύμφωνα με το οποίο όλη η ιατρική και κυρίως η θεραπευτική του παρελθόντος ήταν βασισμένη στο φαινόμενο placebo φαίνεται πως είναι ιστορικά ανακριβές και λογικά μη συνεκτικό.Γ. Το κλινικό πείραμα και το φαινόμενο placeboΤα ελεγχόμενα με Placebo διπλά τυφλά κλινικά πειράματα με τη μορφή που πραγματοποιούνται σήμερα, καθιερώθηκαν στα μέσα του 20ου αιώνα και γνώρισαν καθολική αποδοχή μετά το 1970. Περιγραφές, όμως, συγκριτικής αξιολόγησης θεραπευτικών παρεμβάσεων συναντάμε στη βιβλιογραφία από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης.Τα δύο σημαντικότερα εργαλεία του κλινικού πειράματος, η χρήση του placebo ως control και η «τυφλότητα», υιοθετήθηκαν και ακολούθως καθιερώθηκαν από μια ομάδα ερευνητών του πανεπιστημίου Cornell λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η ανεξάρτητη συζήτηση σχετικά με το φαινόμενο placebo ξεκίνησε λίγο αργότερα και ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την επικράτηση της μεθοδολογίας του κλινικού πειράματος. Αυτή την περίοδο μελετήθηκαν και καταγράφηκαν οι ιδιότητες του placebo και αναζητήθηκαν τα πιθανά χαρακτηριστικά των ασθενών που έχουν την τάση να αντιδρούν στη χορήγηση placebo. Έγιναν σημαντικά πειράματα για τη διευκρίνιση της φύσης του φαινομένου placebo.Από την ενδελεχή μελέτη της σχέσης του placebo με το κλινικό πείραμα, συμπεραίνουμε ότι κατά ένα βαθμό η έννοια του placebo και το φαινόμενο placebo καθαυτό, ενδέχεται να «κατασκευάστηκαν» για να διευκολυνθεί η επικράτηση των ελεγχόμενων κλινικών πειραμάτων και να αποκτήσουν αυτά καθολική αποδοχή.Δ. Τα προβλήματα του ορισμού και του μηχανισμού δράσης του placeboΜετά το 1950 έγιναν πολλές προσπάθειες από αρκετούς ερευνητές να οριστεί με ικανοποιητικό και λογικά συνεκτικό τρόπο το placebo και το φαινόμενο placebo. Οι πληρέστερες από αυτές ανήκουν στους A. Shapiro, A. Grünbaum και Η. Brody. Όμως δεν κατέστη δυνατό να διατυπωθεί ένας πλήρης ορισμός που να μην οδηγεί σε αντιφάσεις και λογικά παράδοξα.Παράλληλα, αρκετές ερευνητικές εργασίες της ίδιας περιόδου, αποσκοπούν στην κατάδειξη των μηχανισμών που τα placebo παράγουν κλινικά αποτελέσματα. Παρά το γεγονός ότι μελετήθηκε ένα ευρύτατο φάσμα παραγόντων μέχρι σήμερα δεν υφίσταται μια συγκροτημένη πρόταση για τον τρόπο δράσης των placebo. Στη βιβλιογραφία υπάρχουν διάσπαρτα στοιχεία που αποδίδουν ορισμένες όψεις του φαινομένου σε διαφορετικές και πολλές φορές ανταγωνιστικές εξηγήσεις.Ε. Η θεωρητική διάσταση του φαινομένου placeboΦαίνεται πως η κυρίαρχη βιοϊατρική θεωρία έχει να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, όταν καλείται να διαπραγματευθεί ερωτήματα που σχετίζονται με το φαινόμενο placebo. Τα κυριότερα από αυτά είναι η αδυναμία να οριστεί το φαινόμενο με όρους λογικά συνεκτικούς, η ανυπαρξία επαρκούς εξηγητικού μηχανισμού και οι εννοιολογικοί ακροβατισμοί που απαιτούνται για να εξηγηθεί η σχέση του φαινομένου placebo με την επικράτηση των κλινικών πειραμάτων.Τα παραπάνω, καθώς και η παραδοχή πως «χημικά αδρανείς ουσίες μπορεί να παράγουν φυσιολογικές αλλαγές στο σώμα των ανθρώπων και των ζώων» τοποθετούν το φαινόμενο placebo στην κατηγορία της «ανωμαλίας» του βιοϊατρικού Παραδείγματος σύμφωνα με τον όρο που καθιέρωσε στη φιλοσοφία της επιστήμης ο T. Kuhn.
    Placebo response
    Citations (0)
    KEY FINDINGSAsymptomatic and pre-symptomatic transmission of SARS-CoV-2 may occur.• Manifestations of COVID-19 are highly varied and may include asymptomatic cases, who do not manifest with anysigns and symptoms despite testing positive for COVID-19 by viral nucleic acid tests. Pre-symptomatic cases areinfected individuals who are still in their incubation period, hence do not exhibit any symptoms yet but eventuallydevelop symptoms.• As of June 2020, only 586 (2.8%) of the 20,990 active cases in the Philippines were classified as asymptomatic,but it is unclear whether cases are pre-symptomatic or carriers (true asymptomatic).• Based on 36 observational studies (case reports, case series, cross-sectional and cohort studies) and 9 statisticalmodeling analysis, asymptomatic and pre-symptomatic transmission of SARS-CoV-2 may occur. However, 3studies reported no transmission from pre-symptomatic and asymptomatic cases.• Studies on viral load comparing symptomatic cases with pre-symptomatic and asymptomatic cases reportedcontradicting results. The duration of viral shedding was significantly longer for symptomatic patients comparedto asymptomatic patients but similar for asymptomatic and pre-symptomatic patients.• Therewas no difference in the transmission rates of symptomatic and asymptomatic cases. However,the estimatedinfectivity and probability of transmission was higherfor symptomatic cases compared to asymptomatic cases, butresults were imprecise due to a wide confidence interval.• The World Health Organization (WHO) and Centers for Disease Control and Prevention (CDC) recognize thepossibility of pre-symptomatic and asymptomatic transmission. According to WHO, current evidence suggestsasymptomatic cases are less likely to transmit the virus than symptomatic cases.
    Asymptomatic carrier
    Viral Shedding
    Citations (0)
    Σκοπός:Ο βασικός σκοπός της μελέτης ήταν να ελεγχθεί αν ο συνδυασμός γκαμπαπεντίνης (600mg 4ώρες προεγχειρητικά, 600mg 24ώρες μετά), κεταμίνης (0.3mg/kg πριν την αναισθησία), λορνοξικάμης (8mg πριν την αναισθησία και 8mg/12ώρες) και τοπικής έγχυσης ροπιβακαΐνης (5ml 7.5% στα σημεία εισόδου των trocar) έχει καλύτερη αναλγητική δράση σε σχέση με το καθένα από αυτά τα φάρμακα ξεχωριστά τις πρώτες 24 ώρες μετά από λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Δευτερεύων σκοπός ήταν να εξετασθεί αν αυτός συνδυασμός έχει λιγότερες επιπλοκές σχετιζόμενες με την κατανάλωση οπιοειδών.Μέθοδος:Διεξήχθη μία ελεγχόμενη τυχαιοποιημένη μελέτη σε 2 νοσηλευτικά κέντρα. 148 ασθενείς ηλικίας 18-70 ετών κατανεμήθηκαν τυχαία σε 6 ομάδες (28 σε κάθε ομάδα) με τη χρήση λογισμικού: A (γκαμπαπεντίνη/κεταμίνη/λορνοξικάμη/ροπιβακαΐνη), B (γκαμπαπεντίνη/placebo/placebo/placebo), Γ (placebo/κεταμίνη/placebo/placebo), Δ (placebo/placebo/λορνοξικάμη/placebo), E (placebo/placebo/placebo/ροπιβακαΐνη) και ΣΤ (placebo/placebo/placebo/placebo). Μόνο ο κύριος ερευνητής γνώριζε την ομάδα κάθε ασθενούς και παρείχε τα φάρμακα και τα εικονικά φάρμακα σε καλυμμένες προγεμισμένες σύριγγες. Η κύρια έκβαση της μελέτης ήταν η 24ωρη κατανάλωση μορφίνης. Δευτερεύουσες εκβάσεις ήταν η συχνότητα των σχετιζόμενων με τα οπιοειδή επιπλοκών (ναυτία, έμετος, καταστολή, κνησμός και δυσκολία ούρησης).Αποτελέσματα:Μόνο οι ομάδες Α (6.4mg), B (9.46mg) και Δ (9.36mg) είχαν χαμηλότερη κατανάλωση μορφίνης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (20.29mg) (p<0.001, p=0.01 και p=0.008 αντίστοιχα). Η ομάδα Α δε διέφερε από τις ομάδες Β και Δ (p=0.92, p=0.93). Υπήρξε διαφορά μόνο στα επεισόδια ναυτίας και μόνο μεταξύ των ομάδων Α (n=5) και της ομάδας ελέγχου (n=12) (p=0.018). Συμπεράσματα:Ο συνδυασμός γκαμπαπεντίνης, κεταμίνης, λορνοξικάμης, και τοπικής έγχυσης ροπιβακαΐνης δεν έχει ισχυρότερη αναλγητική δράση σε σχέση με μόνη την γκαμπαπεντίνη ή τη λορνοξικάμη μετά από λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Ο συνδυασμός μειώνει μόνο τη συχνότητα της μετεγχειρητικής ναυτίας αλλά απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
    Placebo group
    Placebo response
    Citations (0)
    SARS-CoV-2 virus dynamics in different hosts and different samples and their relationship with disease severity have not been clearly revealed. The aim of this study is to evaluate the viral loads of 6 different sample types (nasopharyngeal/oropharyngeal combined, oral cavity, saliva, rectal, urine, and blood) of patients with different ages and clinics, to reveal the relationship between disease course and SARS-CoV-2 viral load, and differences in viral loads of asymptomatic and symptomatic patients.Nasopharyngeal/oropharyngeal, oral cavity, saliva, rectal, urine, and blood samples are collected from patients who were hospitalized with diagnosis of COVID-19 on admission. Laboratory analysis were carried out at Public Health Institute of Turkey Virology Reference and Research Laboratory.A total of 360 samples from 60 patients were obtained on admission. Fifteen (25%) of the patients were asymptomatic while 45 (75%) were symptomatic. A significant difference was found between mean ages of asymptomatic vs symptomatic patients (26.4 and 36.4, respectively, p = 0.0248). No PCR positivity were found in blood. Only one asymptomatic patient had positive PCR result for urine sample. Viral loads of asymptomatic patients were found to be significantly higher (p = 0.0141) when compared with symptomatic patients. Viral load had a significant negative trend with increasing age. A significant decrease in viral load was observed with increasing disease severity.In conclusion, this study demonstrates that asymptomatic patients have higher SARSCoV-2 viral loads than symptomatic patients and unlike in the few study in the literature, a significant decrease in viral load of nasopharyngeal/oropharyngeal samples was observed with increasing disease severity. Factors associated with poor prognosis are found to be significantly correlated with low viral load.
    Asymptomatic carrier
    Citations (108)
    Introduction. Our objective was to review articles that report the prevalence of cervical disc herniations in asymptomatic subjects using MRIs and conduct a qualitative systematic review.Methods. A MEDLINE search for articles published between 1974 and 2004 was performed, and five articles were retained in this review.Results. Teresi et al. (1987) studied 35 asymptomatic subjects retrospectively and 65 asymptomatic subjects prospectively, and found 20% of subjects aged 45–54 years, 35% of subjects aged 55–64 years, and 57% of subjects older than 64 years had cervical disc herniations/bulges. Boden et al. (1990) studied 63 asymptomatic subjects and found 10% of subjects of less than 40 years and 5% of subjects older than 40 years had disc herniations. Lehto et al. (1994) studied 89 asymptomatic subjects and found that each of 2 subjects (one 29 and the other 56 years) had a disc prolapse; the prevalence was 2.2%. Matsumoto et al. (1998) studied 497 asymptomatic subjects. They found that 70 of 2480 discs scanned were prolapsed posteriorly (2.8%), and reported that the frequency of these lesions increased after 40 years. Siivola et al. (2002) compared 15 asymptomatic and 16 symptomatic subjects after 7 years and found no disc herniations (0%) in the asymptomatic group and 4 disc herniations (25%) in the symptomatic group.Conclusions. The prevalence of cervical disc herniations in asymptomatic subjects of less than 40 years of age is 3% to 10% and increases to 20% in subjects up to 54 years of age. The prevalence increases with age—from 5% to 35% in subjects between 40 and 64 years of age.
    Intervertebral Disc
    Disc protrusion
    Intervertebral disk
    Degenerative Disc Disease
    Citations (1)
    Introduction: There is no specific recommendation for the management of asymptomatic vaginal mesh erosions post antiincontinence or prolapse surgery, but revision or excision may represent overtreatment. We hypothesize that asymptomatic vaginal exposures remain asymptomatic during follow-up and do not require any intervention. Methods: We evaluated a “no treatment” approach by prospectively following-up women with asymptomatic vaginal exposures after antiincontinence and pelvic organ prolapse surgery. After a 1-month course of vaginal oestrogen, they underwent the “wait and see” protocol. It consisted of no treatment. Women were followed-up every 3 months, for the first year and then every 6 months with history, clinical examination with measurement of size of the exposure, and the evaluation of possible infection signs or vaginal discharge. Results: Forty women were followed-up for a median of 33.52 months (range 8–48 months). All exposures were ≤1 cm (mean 6.5 ± 1.5 mm, range 4–10 mm), patients were asymptomatic and without pain. During the observation period, the size of the exposure did not change and all women remained asymptomatic. Discussion/Conclusion: No treatment seems to be required for asymptomatic and small vaginal mesh exposures after prolapse or incontinence surgery.
    Vaginal discharge
    Citations (10)
    Introduction: The prevalence of peripheral arterial disease (PAD) ranges between 4.5% and 57% and is independently associated with cardiovascular disease burden irrespective of symptoms. Two thirds of cases are thought to be asymptomatic and may go unrecognised. Local prevalence and natural progression of asymptomatic PAD is unknown.Methods: This one year, non-interventional longitudinal study, aimed to determine prevalence and progression of asymptomatic PAD in patients with cardiovascular risk factors. Results: Of 217 patients screened, 36% had asymptomatic disease in 113 legs. Of sixty two who returned for follow-up, eight normal legs developed asymptomatic PAD, and 46%, asymptomatic at baseline showed disease progression. Initial baseline ABI showed significant change over 1 year of follow-up (p=0.001) and 21% (13) of patients eventually developed intermittent claudication. Also, 52% of baseline asymptomatic participants having at least one associated cardiovascular risk factor showed disease progression over 1 year. Those developing claudication demonstrated significant ABI deterioration. Having two or more cardiovascular risk factors significantly affected progression of asymptomatic disease, (p = 0.031). Conclusion: Study confirms high prevalence of asymptomatic PAD in our population and significant disease progression in one year.Key words: Peripheral Artery Disease, Risk Factors, Asymptomatic, Disease Progression
    Claudication
    Intermittent claudication
    Citations (1)
    To define characteristics of pediatric asymptomatic idiopathic intracranial hypertension (IIH).We retrospectively reviewed our Neuro-Ophthalmology database (2000-2006) for all cases of symptomatic and asymptomatic pediatric IIH.Out of 45 IIH cases, 14 (31.1%) were asymptomatic (incidental examination). When compared with children with symptomatic IIH, asymptomatic cases were younger [5.6 (1.8-15) vs 11.0 (5-17) years, P = 0.007], had lower percentage of obesity (14.3% vs 48.4%, P = 0.046), and had male predominance (71.4% vs 38.7%, P = 0.06). Asymptomatic cases required shorter duration of acetazolamide treatment [3 (0-8), vs 6 (0-20) months, P = 0.021], and resulted in complete resolution of swollen discs.We speculate that asymptomatic IIH may be more common in young children and could represent a milder form or a presymptomatic phase before evolving into classic symptomatic IIH. Further studies to assess the clinical significance of asymptomatic IIH are warranted.
    Acetazolamide